- αρχονταρίκι
- Η αίθουσα υποδοχής που διαθέτουν τα μοναστήρια για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ο μοναχός που ασχολείται με την περίπτωση των ξένων στο α. ονομάζεται αρχοντάρης.
* * *το (Μ ἀρχονταρίκιον) [αρχοντάρης]ο ξενώνας του μοναστηριού (αρχικά για άρχοντες και υψηλούς ξένους)νεοελλ.1. η αίθουσα που χρησιμοποιούσαν για τις ακροάσεις τους οι πρόκριτοι2. οίκημα για τις συνελεύσεις των αρχόντων.
Dictionary of Greek. 2013.